Ανήμερα την 25η - (Τρίτη 29 Μαρτίου 2016) PDF Print E-mail

Βγήκαμε, μαζί με την Africa , στους δρόμους της Αττικής πριν τις επτάμισι το πρωί. Κίνηση ελάχιστη και ψηλά στα βορειοανατολικά του νομού το θερμόμετρο δυσκολευόταν, ακόμα, να πιάσει διψήφιο νούμερο. Μέχρι τα Μέγαρα προτιμήσαμε το εθνικό δίκτυο για να απομακρυνθούμε γοργά από τον κλεινόν άστυ.


Αυτό που λένε διπλής προσωπικότητας και δεν μας αρέσει καθόλου για τους ανθρώπους, ίσως διότι είναι περισσότεροι από όσους μπορούμε να αντέξουμε, αλλά το ποθούμε για τα αντικείμενα, το νιώθω για την Αfrica.

Tο είχε πεί ο Μάρκος, από τα βάθη του P.D.I., με το χαμόγελο, παρ’ όλες τις δυσκολίες, ευγενικά σχηματισμένο, σχεδόν πάντα στα χείλη του:

- «κύριε Νίκο ταξιδεύει άνετα με 200, απαλά ήσυχα, δεν καταλαβαίνει τίποτα»

Κι έτσι ακριβώς ήταν. Μια μεγάλη άνεση στο να φτάσει να κρατήσει υψηλές μ.ω.τ. λες και κουβαλά το ντι εν έι (κλισέ το ξέρω, αλλά με ελληνικά στοιχεία ξεφεύγει λίγο) μιας σούπερ bike.  Και θα αναδείκνυε το διττό της χαρακτήρα λίγο αργότερα στην άμμο του παράλιου Άστρους, όπου καμιά s.b., δεν θα μπορούσε ποτέ, να ακουμπήσει τα στρόγγυλα μαύρα παπούτσια της.

Από τα Μέγαρα, περάσαμε στο παλιό, αργότερο, αλλά σαφώς πιο ενδιαφέρον οδηγικά, επαρχιακό δίκτυο. Πρώτη στάση στο χαμηλό νότιο πέρασμα του Ισθμού, μετά τα Ίσθμια. Ερημιά. Το κανάλι ακούνητο. Τροχοφόρο κανένα. Η ησυχία διακόπτεται από τις ψαλμωδίες της πρωινής λειτουργίας που φέρνει με αυξομειώσεις το ανεπαίσθητο πρωινό αεράκι. Τόσο ανεπαίσθητο που δεν καταφέρνει να ρυτιδιάσει το κανάλι. Είναι περίεργη συνθήκη η πίστη, η θρισκευτική πίστη και γίνεται ακόμα πιο σύνθετη, πιο δυσπρόσιτη όταν αναμειγνύεται  με άλλες παραμέτρους, όπως π.χ. ο φανατισμός.

Αυτός ο τελευταίος είναι σαν την απαραίτητη πρέζα σε μια οποιαδήποτε συνταγή. Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί να μετατρέψει έναν οποιοδήποτε παράδεισο σε μια οποιαδήποτε κόλαση.

Αυτό ξαναθυμήθηκα λίγο αργότερα. Στα Φίχτια, όπου μια μικρή ομάδα παιδιών του Δημοτικού περπατούσε συνοδεία δασκάλων ώστε, να συνταχθεί για την παρέλαση. Η αγάπη για το έθνος, για τα χρώματα, εμείς για την γαλανόλευκη, οι απόμακροι νησιώτες για την union jack τους και ούτω καθ’ εξής, σε τίποτα δεν προοικονομεί το γλίστρημα στις ιδέες του Αδόλφου ή  του Ιωάννου δια τα καθ’ ημάς. Είναι ο φανατισμός που ρίχνει το σπέρμα του για να γίνει η αγάπη, δηλητήριο.

Πάει και αυτό, το έβαλα στη θέση του σκέφτηκα με περηφάνια για την τακτοποίηση όλων των θεμάτων που απασχολούν την ανθρωπότητα και κοίταξα δυτικά καθώς κατέβαινα προς το Άργος οπότε αντίκρισα το επόμενο πρόβλημα που ανέμενε τη λύση του. Την ίδια στιγμή, εκεί που μύριζα με ατελείωτη ευχαρίστηση τον ανθό από τα ξινά, μου χτύπησε την πόρτα του visor. Σταγόνες βροχής αραιές που ολοένα πύκνωναν. Σαν αλαφρύ σάουερ που λεν και οι αγγλωσάξωνες.

Το άντεχα, αλλά στον περιφερειακό της πόλης παραβάρυνε και σταμάτησα να φορέσω τα αδιάβροχα. Εννοείται ότι μόλις ντύθηκα η βροχούλα σταμάτησε. Έτσι συμβαίνει στη ζωή. Προετοιμάζεσαι για κάτι που δεν έρχεται και για κάποια άλλα που έρχονται δεν καταφέρνεις να προετοιμαστείς. Με αυτές τις τιτάνιες σκέψεις, διάδοχες του προγόνου μας Ηράκλειτου, του και σκοτεινού εποναμαζομένου, πορευόμουν.

Πορεύτηκα νότια, στρίβοντας αριστερά προς Άστρος. Φτάσαμε και στα παράλια του, όπου πεδίον δόξης λαμπρόν, καθώς ενδύθηκα τον μανδύα του Κυρίλου Νεβέ και παντιλίκιαζα στην ακρογιαλιά. Όταν  μετ’ ολίγον, συνειδητοποίησα ότι ήμουν μόνος σε τρία τετραγωνικά χιλιόμετρα βγήκα ήσυχα στη δημοσ(ι)ά και επισκέφθηκα το παράλιος Άστρος.

Εν χορδοίς, εν κρουστά για την ακρίβεια, και οργάνοις η παρέλαση στους δρόμους της πόλης από περήφανα τσολιαδάκια και εύμορφες Αμαλίες. Τους χαζεύω χαμογελώντας. Ο ουρανός από πάνω μας στο ίδιο μοτίβο, καθώς συνεχίζαμε προς νότον. Με όλη την αμφιθυμία μιας δροσερής άνοιξης. Ξαναμύριζα τη γλύκα του ανθού από τα ξινά, όταν ξανάρθε η βροχούλα. Ήταν σαν κρυφτούλι. Εγώ την απέφευγα, εκείνη με έβρισκε.

Την μικροανησυχία για την έλευσή της την διαδέχθηκε, προοδευτικά, η χαρά. Μικροανησυχία διότι, σαν βρέχει δεν ξέρεις ποιος αφηρημένος θωρακισμένος με ενάμιση τόνο λαμαρίνα τριγύρω του, θάρθει απρόσκλητος με κλειδωμένο τιμόνι και μπλοκαρισμένες ρόδες  συστημένος στις δίτροχες αγκαλιές σου. Και η χαρά ήρθε διότι μέχρι τη Σαμπατική είναι ζήτημα αν συνάντησα δυο - τρία αυτοκίνητα.

Όχι, όχι καθόλου δεν πιστεύω αυτό που εξέφρασε εκείνος ο άθεος Γκολουά, ο Ζαν Πωλ, εκείνος ο φαλλοκράτης ξέρετε τώρα, που ταλαιπωρούσε τη κακομοίρα την Σιμόν. Και μην ακούσω ότι τα ήθελα κι΄εκείνη. Τι μας είπε λοιπόν εκείνος, ο και υπαρξιστής αποκαλούμενος; Ότι, η κόλαση μας είναι ο άλλος. Εγώ βέβαια μπορεί να μην το πιστεύω αλλά έτσι είναι. Κάτι σαν τη μεταθανάτια ζωή. Που την πιστεύεις, πλην όμως εκείνη δεν υπάρχει. Κι’ ας μην τεθεί το ερώτημα: «κι εσύ που το ξέρεις;»

Με αυτές τις σκέψεις, άφησα τους ηρωισμούς ξαναγύρισα το Honda Selectable Torque Control σε πλήρη προστασία οδηγώντας  ήσυχα στην βρεγμένη άσφαλτο, μέχρι που στέγνωσε λίγο πριν την Σαμπατική. Μπαίνοντας στο Λεωνίδιο και παρκάροντας στην κάτω πλατεία, δίπλα στα ταξί, ο δίτροχος σύντροφος έκλεψε αμέσως το ενδιαφέρον των επαγγελματιών. Όλα τα ξέρανε. Καλορίζικα κλπ. Τι να πω; είναι από τις ανακρίβειες που ακούς και θα ήθελες να συμβαίνουν. Ευχαρίστησα.

Να και η τρίτη παρέλαση της ημέρας. Η μπάντα, οι μικροί, οι μεγάλοι, οι γονείς, όλοι παρόντες, μπροστά στα μάτια μου. Τι σκέφτηκα; Τα δικά μου, τα τότε χρόνια. Των εορτασμών στην μαθητική μα και από την εποχή της Θητείας. Όλα από τον προηγούμενο αιώνα. Ήταν διαφορετικά.

Έρχονταν παραγγέλματα, λέξεις σπαθιά. Ατενώς! Απότομα. Με το βήμα ζωντανό, το χέρι ψηλά, την γροθιά σφικτή γυρισμένη προς το έδαφος, βλέμμα ζωντανό. Αυστηρότητα. Έβλεπα και τους σημερινούς. Όμορφοι, χαμογελαστοί μα και χαλαροί. Δεν ξέρω τι είναι καλύτερο. Έχω την εντύπωση ότι  η χαλάρωση της καταπίεσης στο σχολείο, σε συνδυασμό με το τέλμα της ψηφιακής εποχής οδηγούν σε αποψίλωση της όποιας αντίδρασης.

Σχεδόν ντρέπομαι που το λέω αλλά νοσταλγώ την καταραμένη ανικανότητα του διδασκαλικού προσωπικού, γιατί δάσκαλοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία δεν υπήρξαν, των γυμνασιακών μου χρόνων. Και την πλήρωνε αδρά ο σχωρεμένος ο πατέρας μου, τα τελευταία έξι χρόνια της σχολικής μου περιπέτειας για να την αγοράσει. Ένεκα το ίδρυμα ήτο ιδιωτικόν! Τέτοιο μπέρδεμα. Τους νοσταλγώ γιατί με οδήγησαν σε αυτό που εγώ θεωρώ ως ξύπνημα. Τους νοσταλγώ, διότι τελικά κάτι κατάφεραν. Άλλο αν είναι τελείως διαφορετικό από αυτό που προγραμματίστηκαν να κάνουν.

Δεν ήξερα αν έπρεπε να θυμώσω, να στενοχωρηθώ, ή να χαρώ από αυτή τη βόλτα στο παρελθόν. Ούτε μια μπύρα εκεί στην πλατεία έδωσε απάντηση. Ούτε μια βόλτα υπό βροχή στη Τσακωνιά, πάντα στο κρυφτούλι με το ψιλόβροχο. 

Λίγο αργότερα κατέφθασε  και  η παρέα, επί περισσοτέρων τροχών εποχούμενη. Όλοι μαζί στην Πλάκα, στον κυρ Γιάννη. Κάτι βακαλάοι που με απονιά είχαν αποσυρθεί από τα βάθη της θάλασσας κάτι καλαμαράκια που άσπλαχνα τα είχαν σηκώσει από τις υγρές κατοικίες τους, κάτι καραφάκια, μα ούτε και αυτά, στο απόγευμα που έφευγε με καθαρό ουρανό, έδωσαν απάντηση.

Καλύτερα δίχως, απαντήσεις. Εξ' άλλου τα ερωτήματα δεν μας απογοητεύουν.

Την άλλη μέρα η επίσκεψη στην μονή Ελώνης, καρφωμένη σχεδόν στον κάθετο βράχο, ακολούθως στον ορεινό Κοσμά, αλλά κι η θέα από τον επιβλητικό Πάρνωνα μπορεί πάλι να μην έδωσαν απαντήσεις αλλά η δροσιά του αραιού αέρα έφερε μια καλοδεχούμενη αντίθεση με το ηλιόλουστο, πια, Λεωνίδιο.

Και του χρόνου.

Για να δούμε, τι θα έχουμε να πούμε ανήμερα την 25η Μαρτίου...