…στη λέξη Mundial – Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014. PDF Print E-mail

Ο λόγος για τις σκέψεις που έρχονται στο άκουσμα της λέξης Mundial. Τέσσερις πρωτογενείς κατ’ αρχήν, που εμφανίζονται  ως μνήμες και αναμοχλεύουν το παρελθόν. Ακολούθως, κάποιες άλλες, σημερινές, που γεννιούνται μέσα από τα ερεθίσματα της φετινής μουντιαλικής πραγματικότητας.

1η.

Το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου του 1970. Ο φοβερός ημιτελικός στο στάδιο Αζτέκα, ανάμεσα σε Ιταλία και Γερμανία, αλλά και εκείνη η ατόφια από ποδοσφαιρικό ταλέντο ομάδα της Βραζιλίας. Ακόμα η απόκρουση του Gordon Banks που έβγαλε την καρφωτή εξ επαφής κεφαλιά του Pele και βέβαια η δήλωση του μαύρου διαμαντιού πως δεν τον είδε, τον άκουσε (τον Roberto Rivelino) που ερχόταν πίσω του σε εκείνη τη φάση ποίημα.

Όλα τούτα έκαναν το ποδόσφαιρο να μοιάζει με θαύμα, εκεί στο Μεξικό, όπου σχεδόν δυο χρόνια νωρίτερα είχαν τελεστεί οι πιο επεισοδιακοί, μέχρι τότε, Ολυμπιακοί αγώνες….

.

Ο τελικός του ’66, το γκολ του Geoff Hurst που μάλλον δεν μπήκε ποτέ, αλλά και η ευγενική φυσιογνωμία του captain, Bobby Moore που έπαιζε στα «Σφυριά» και έζησε την απίστευτη δόξα στα 25 του χρόνια, να σηκώσει το Jules Rimet μέσα στην πατρίδα του, μέσα στο ναό, το παλιό, καλό Wembley με τους πύργους του. Κι όπως θυμάται ο Τάσος Παπαχρήστου όταν ρώτησαν τον Σοβιετικό λάινσμαν, πολλά χρόνια αργότερα, γέροντα πια γιατί το έδωσε μέσα, αφού δεν ήταν σίγουρος, απάντησε: «Για τον πόλεμο»

Πελώρια Μ. Βρετανία τότε, με νίκες σε Monte και «Ακρόπολις» (μην κοιτάτε τι λένε τα αποτελέσματα!), με «Σκαθάρια» και Stones, με Carnaby St και Twiggy. Κατακτούσε επιτέλους και την κορφή στο σπορ που η ίδια θεσμοθέτησε.

.

Η δήθεν απόφαση που είχαμε λάβει με φίλους να πάμε στο Mundial του ’82, στην Ισπανία, εκεί που έλαμψε το άστρο του Paolo Rossi. Αυτός που για δυο χρόνια ήταν εκτός γηπέδων τιμωρημένος για σκάνδαλο στοιχημάτων. Θα πηγαίναμε, λέει, οδικώς, θα κοιμόμαστε στην καρότσα του Brat και θα τρώγαμε τον γιγαντιαίο κεφτέ που θα παίρναμε από τα σπίτια μας. Στο χρονικό διάστημα που διεξήχθη όμως και η Squadra Azzurra πήγε το έπαθλο στην Ιταλία, βρισκόμουν στο Χαϊδάρι εκπαιδευόμενος Λ.Υ.Β.ίτης πιστοποιώντας τη ρήση: Λοιώνω, Υποφέρω, Βασανίζομαι.

Κι ο Dino Zoff, στα 40 του παγκόσμιος, κατάφερε αυτό που η προηγούμενη γενιά, δεν μπόρεσε σκοντάφτοντας στην μαγική Βραζιλία του ’70, του Mario Zagallo. Πάντως, τότε, ο Harald Schumacher φλερτάρισε έστω για λίγο με την διεκδίκηση του τίτλου πιο μισητού Γερμανού (όλοι τον έχουμε στο νούμας μας ε;) μετά το δολοφονικό κτύπημα στον Patrick Batiston και τον απόντα, ανεκδιήγητο διαιτητή .


4η.

Η αναιδέστατη ποδοσφαιρική ιδιοφυία, ο μικρός αλλά γερός το δέμας Ντιεγίτο, που ξεκίνησε από το Λανούς της Αργεντινής για να κατακτήσει την κορφή του ποδοσφαιρικού κόσμου. Το ’78 μέσα στα γήπεδα της πατρίδας, η νεαρή του ηλικία ήταν εμπόδιο για τον καλέσει ο εκλέκτορας César Luis Menotti, αλλά οκτώ χρόνια αργότερα, το ’86 στο στάδιο Αζτέκα μέσα σε τρία λεπτά, κάτι το χέρι του Θεού, κάτι που έτρεξε σχεδόν ένα γήπεδο περνώντας όποιον Αγγλο έβλεπε μπροστά του, βοήθησε τα μέγιστα την μπιανκοσελέστε να κατακτήσει τον δεύτερο της τίτλο.

Άλλα οκτώ χρόνια αργότερα, η αυλαία δεν ήταν τόσο τιμητική. Η περιπέτεια του Maradona είναι η απόδειξη του βάρους μιας διασημότητας.


Αυτά, λοιπόν, για το παρελθόν.

Για το παρόν, τίποτα ποδοσφαιρικό. Προφανώς το ίδιο το ποδόσφαιρο ευθύνεται λιγότερο. Ως θέαμα είναι πιο ενδιαφέρον, ως άθλημα πιο γρήγορο, πιο απαιτητικό. Αλλά όλο αυτό το νέο πακέτο με την αχαλίνωτη προβολή, την ισοπεδωτική εμπορευματοποίηση αρχίζει να αγγίζει, για κάποιους, τα όρια του ενοχλητικού και για άλλους, τα όρια του προκλητικού. Ο άγριος, διαφημιστικός ποταμός που βιώνουμε δίνει πρώτης τάξεως επιχειρήματα για όσους δηλώνουν πως: «τόση μπάλα ούτε επί χούντας δεν βλέπαμε». Κοντά σε αυτό και η πλημμυρίδα των διαφημίσεων, για οποιαδήποτε αγαθά ή υπηρεσίες. Από τηλεοράσεις έως τους διανομείς γευμάτων, όλα φτηνά και τυποποιημένα, όπως όλη η εποχή μας, με έμφαση πάντα στις τιμές.

Ασφαλώς και η επιτυχία της ελληνικής ομάδας να φτάσει στο Μπέλο Οριζόντε βολεύει περισσότερο το έργο της μνημονιακής συγκυβέρνησης. Θα περάσει ένας μήνας ποδοσφαιρικής αποχαύνωσης, ακολούθως θα έρθει ο Αυγουστος, παραδοσιακά, με τα μπάνια του λαού, θα ακούσουμε και τις ανόητες μεγαλοστομίες περι των εκατομμυρίων τουριστών που θα μας κάνουν την τιμή να προτιμήσουν την Ελλάδα και από Σεπτέμβρη οψόμεθα, τι ακόμα θα ανακαλύψει ο Μεσσήνιος.


Ακόμα κι έτσι όμως, τυχεροί ήμαστε. Διότι σαν τελειώσει η φιέστα στα γήπεδα της Βραζιλίας, σαν απομακρυνθούν οι τηλεοπτικοί φακοί, τα κοστούμια της FIFA και οι κάθε λογής εμπόροι και πραγματευτάδες, αυτή η πλούσια χώρα θα ξαναγυρίσει στα σοβαρά προβλήματά της, στην αχαλίνωτη εγκληματικότητα, στην αρρώστια της φτώχιας, στην καθημερινότητα της φαβέλας. Και το ποδόσφαιρο, από jogo bonito θα εξακολουθήσει να είναι μια λοταρία για έναν Rivaldo, έναν Ronaldo που θα μετατραπεί σε Μίδα, μέσα από εκατομμύρια άλλων συμπατριωτών του οι οποίοι θα παραμείνουν χωρίς τα χρειώδη.

Σε ότι αφορά την Εθνική μας, μετά από το τρίμπαλο από την πατρίδα του Gabriel García Márquez, αλλά και του Pablo Escobar (παντού υπάρχουν δίπολα), το κλίμα είναι βαρύ. Εκατό χρόνια (ποδοσφαιρικής) μοναξιάς όμως, δεν σε κάνουν δύναμη, έστω και μετά από ένα «γιούρο». Οχι τόσο για το άτυχο αποτέλεσμα, όσο για την μπάλα που (δεν) παίζεις. Είθε η συνέχεια να είναι λιγότερο οδυνηρή,  να μην ζήσουμε τουλάχιστον μια επανάληψη του '94.