Με αφορμή την προηγούμενη ανάρτηση, η οποία αξιοποίησε κάπως προσχηματικά ένα όμορφο και ενδιαφέρον δίτροχο, ίνα εκφράσει και άλλας, ενδεχομένως ανατρεπτικάς ιδέας, νιώθω την επιθυμία να σχολιάσω μια κοινωνική πορεία. Σε εκείνη την ανάρτηση λοιπόν, εμφανίζεται σε καταχώρηση εποχής το όνομα του Μιχαήλ Στάμου ο οποίος είχε μια επιτυχημένη επιχειρηματική πορεία στον κλάδο της αυτοκίνησης και αυτόματα θυμήθηκα έναν γνωστό μου που βρήκε εποχιακή απασχόληση στις επιχειρήσεις του Μ.Σ.

Βρισκόμαστε στο 1981, ο περί ου ο λόγος γνωστός μου νέος τότε -γύρω στα 22- φοιτητής της Νομικής σχολής Αθηνών, έλκων την καταγωγή εξ Ηλείας, διαμένων εις Δάφνη, οδηγών ενίοτε την λευκή τετράπορτη μπερλίνα του (δημοσίου υπαλλήλου) πατρός του, εισηγμένη εκ Σοβιετικής Ενώσεως με την ένδειξη вода εις το καντράν, αρχίζει να αντιλαμβάνεται το πώς λειτουργεί ο κόσμος.
|
Read more...
|
To θέρος του 1970 ήταν η πρώτη φορά όπου τα προεφηβικά μου αυτιά, άκουσαν τη λέξη scrambler, μαζί με τον ήχο από το δίχρονο, δικύλινδρο μοτέρ της Kawa A7. Ταυτόχρονα, το έντονο κίτρινο του ρεζερβουάρ και οι δίδυμες ψηλές, χρωμιωμένες εξατμίσεις είχαν έλξει το βλέμμα και γοητεύσει την ψυχή μου. Είχε καταφθάσει με αυτή, στα θερινά ανάκτορα του οίκου μας, ο Chris φίλος του πατέρα, για μια βουτιά. Τύπος ωραιότατος, Ιρλανδός, παραστατικότατος, χιουμορίστας με τα μπλέντετ σιγαρέτα του να αρωματίζουν τον αέρα, στην ανατολική σέρα. Μεταξύ μας δεν είχαμε και δυτική, τότε.
Τρία καλοκαίρια αργότερα, στην εφηβεία πια, με τις ορμόνες να χορεύουν στο δικό τους το ρυθμό, με το κινηματογραφικό Εasy Rider σαν πρώτο δείγμα μιας δίτροχης αντικουλτούρας να ξεριζώνει τη ρηχή σχολική καθαρεύουσα, με τα πρώτα ξεφυλλίσματα από το Cycle World, που στέλνονταν ταχυδρομικώς από το φλογερό αίσθημα εκ της άλλης άκρης του Ατλαντικού, ο κόσμος μου γυρνούσε ταχέως πολλές σελίδες, παρέα με τις νότες του Υour So Vain της Carly Simon και άλλων γλυκόπικρων ασμάτων.

Toν δε Οκτώβριο του ίδιου έτους, του '73, στο τεύχος # 1 του περιοδικού «Πίστες και Δρόμοι» μια ολοσέλιδη καταχώρηση της Fantic έφερε επιπλέον αναστάτωση. Το κείμενο της οποίας διάβασα μόλις χθες, διότι τότε είχα σκαλώσει στην εικόνα του Caballero 50 Regolarità που φάνταζε σε έναν νεανία, ως το ιδανικό δίτροχο για την εισαγωγή στο μοτοσυκλετιστικό σύμπαν. Αν προστεθεί δε και η θέαση του «Οn Any Sunday» λίγους μήνες νωρίτερα, τα δίτροχα είχαν αρχίσει να καταλαμβάνουν επικινδύνως μεγάλη και σαγηνευτική έκταση στην, κατά τα άλλα, γκρίζα καθημερινότητα της εποχής και της εφηβείας.
|
Read more...
|
Στο μεσοδιάστημα πριν σβήσουν οι φλόγες στη Δαδιά και πριν εκκινήσει το δράμα στον κάμπο, με διάθεση ήδη βαριά, που επρόκειτο να βαρύνει πολύ περισσότερο, βρέθηκα σε μεγάλο επαρχιακό σούπερ μάρκετ.
Επειδή οι χώροι στην επαρχία ακόμα περισσεύουν τα τέτοιου είδους κτίρια έχουν το προνόμιο να εκτείνονται και όχι να υψώνονται. Ανάμεσα, λοιπόν από τα χιλιάδες καταναλωτικά αγαθά που απλώνονταν σε αλλεπάλληλα ράφια στον ισόγειο χώρο, υπήρχαν και δυο σταντ με βιβλία.
Συχνά η αγορά του βιβλίου, ομοιάζει με την αντίστοιχη των ζαρζαβατικών. Ενώ δηλαδή εξ ορισμού έχουν τον χαρακτήρα του απαραίτητου, όρα σκορβούτο επί τη ελλείψει και του υγιεινά θρεπτικού καθότι πλούσια σε διατροφικά στοιχεία χωρίς να έχουν υποστεί επεξεργασία, ενυπάρχουν και απειλές.
Όπως, για παράδειγμα, η καλλιέργεια να έχει επιβαρυνθεί με διάφορα ύποπτα χημικά προκειμένου να ολοκληρωθεί ταχέως και να προσδώσει καλή απόδοση, έτσι και μια σειρά από βιβλία δημιουργούνται κάτω από αντίστοιχες συνθήκες. Γράφονται, τυπώνονται, πουλιούνται, αλλά δεν προσφέρουσι κάτι ή ακόμα χειρότερα αφαιρούν καλοσύνη και πολλαπλασιάζουν προβλήματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραδοθούν εις την πυράν.
Τούτο έπραξαν ολοκληρωτικά καθεστώτα. Του Αδόλφου, π.χ. τον Μάιο του ’33 στην Opernplatz του Βερολίνου όπου οι αθεόφοβοι ακόλουθοί του έκαψαν, μεταξύ πολλών άλλων Μπρεχτ, Μαν, Κέστνερ, Αϊνστάιν, Φρόιντ, Χέμινγουεϊ.
Με ολίγη καθυστέρηση, το σπορ κατέφθασε και εις την αιωνίαν Ελλάδα όπου όταν ωρίμασαν οι συνθήκες, το καθεστώς του Ιωάννου Μεταξά επί τη αναλήψει της εξουσίας εόρτασε στις 16 Αυγούστου του ΄36 καίγοντας, έμπροσθεν της πύλης του Αδριανού, την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, «Τα ψηλά βουνά» του Παπαντωνίου, την «ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη, τον «Επιτάφιο» του Περικλή, την «Πολιτεία» του Πλάτωνα, επειδή αποτελούσαν «μίασμα της σκέψεως της ψυχής του Έθνους» και «συνέτειναν στην ηθική σκλαβιά».
|
Read more...
|
Κάποια χρόνια νωρίτερα, όταν χτυπούσε βαριά ο παλμός των μνημονίων, θεωρούσα ότι ήταν μέγα ιστορικό σφάλμα η σύγκριση των δυσκολιών της γενιάς που γεννήθηκε στο μεσοπόλεμο, με τις αντίστοιχες της επόμενης. Το μεταξικό καθεστώς, ο πόλεμος ενάντια στο άξονα, η τριπλή Κατοχή, η λευκή τρομοκρατία, ο Εμφύλιος και η αρρώστια του μετεμφυλιακού κλίματος δεν μπορούσαν να συγκριθούν με ότι προέκυψε αργότερα. Αν δε, προσθέσουμε την αγιάτρευτη πληγή της Μικρασιατικής καταστροφής, την μεγαλύτερη μέχρι τότε ανταλλαγή πληθυσμών σε παγκόσμια κλίμακα και το, κατά τα φαινόμενα, τελευταίο των πραξικοπημάτων, δεν πρέπει να υπάρχει λαός και φερόμενο ως ανεξάρτητο κράτος στον πλανήτη, που να δοκιμάστηκε τόσο όσο το Ελληνικό στην πεντηκονταετία ανάμεσα στη δεκαετία του ’20 και του ’70.

Έτσι, όσα ζόρια κόμισαν τα μνημόνια, όσος κόσμος και αν σοκαρίστηκε, όσες περιουσίες εξατμίστηκαν, ακόμα και η κατακόρυφη αύξηση των αυτοκτονιών, δεν μπορούσαν να μπουν στο ζύγι με το τόσο ζοφερό παρελθόν. Στο φινάλε υπήρχε και ένα είδος συλλογικής ευθύνης για ότι είχε προκύψει εσχάτως.
|
Read more...
|
Τώρα που το θέρος οδεύει προς το τέλος του, τώρα που εξαντλείται ο τραπεζοφόρος Αύγουστος, απαιτείται προσπάθεια, υπομονή, περιέργεια και συχνά δόσεις μαύρου χιούμορ προκειμένου να ερμηνεύσεις τις διάσπαρτες, ενίοτε ελαφρές ειδήσεις που εμφανίζονται στα μέσα. Αν, βεβαίως, είναι ακριβείς

Για τις βαριές, τις καταστροφικές ειδήσεις, ούτε λόγος.
|
Read more...
|
Αυτό που προβλήθηκε περισσότερο από τα μέσα ήταν η φράση, «Τι μ@λάκ@ς είμαι» που κοιτώντας τον προπονητή του Γιώργο Πομάσκι εκστόμισε δις, με ηρεμία, ο ολυμπιονίκης Μίλτος Τεντόγλου και έπιασαν τα μικρόφωνα μετά το άλμα που τον έβαλε στο τελικό του παγκοσμίου στην Βουδαπέστη. Λίγο αργότερα είπε και εκείνο «πάτησα στο σπίτι μου», για το κοντό δεύτερο άλμα.

Εκείνο που διέφυγε όμως, της ευρύτερης προβολής ήταν η μεγαλειώδης φράση που διατύπωσε στην μικρή κουβέντα που είχε στην μικτή ζώνη. Όπου μας είπε επί λέξει: «θέλω να κερδίσω, αλλά αν χάσω από μεγάλο άλμα δεν με πειράζει τόσο». Με λίγες λέξεις έδωσε τον πιο υγιή ορισμό του αθλητισμού, αλλά και του πρωταθλητισμού σε αυτό το ύψιστο επίπεδο, όπου ο πρώτος στόχος είναι η επιθυμία να αγγίξει το ανώτερο των δυνατοτήτων του και όχι η διάκριση.
|
Read more...
|
Τώρα που σαραντάρισε δύναμαι να το καταθέσω. Το πρώτο sms κατέφθασε την Τετάρτη 12 Ιουλίου. Η Ρόδος δεν είχε καεί όπως και τα υπόλοιπα από τα 500 χιλιάδες στρέμματα της ελληνικής επικράτειας. Ο Ελπιδοφόρος εξ Αμερικής δεν είχε τελέσει γάμους ομογενών του Παναμά στον Πόρο, αι ελληνικαί ομάδαι ποδοσφαίρου δεν είχαν ξεδιπλώσει τας αρετάς των εις τα ευρωπαϊκά χορτάρια, δεν είχε κηρυχτεί ο πιο θερμός μήνας στα παγκόσμια χρονικά και οι φυλάττοντες τας πύλας της Ορθοδοξίας δεν συνωστίζονταν εις τα αστυνομικά τμήματα προς έκδοση δελτίου φυσιολογικής αστυνομικής ταυτότητας. Ήταν λοιπόν λίγο καλύτερα τότε, όπως και πιθανόν αύριο θα είναι λίγο καλύτερα από μεθαύριο.

Το περιεχόμενο του sms, είχε να κάνει με παράδοση εξοπλισμού από πάροχο κινητής τηλεφωνίας. Περιείχε και ένα link, πλην όμως ουδέποτε είχα παραγγείλει οτιδήποτε από την συγκεκριμένη εταιρεία, επιπροσθέτως δε είχα σοβαρούς ιδεολογικούς λόγους να έχω την κατατάξει στην υψηλότερη κλίμακα των αντιπαθέστατων, για να τεθεί διακριτικά, εταιρειών. Υπέθεσα ότι πρόκειται περί σφάλματος και αποφάσισα να το ξεχάσω.
|
Read more...
|
Όταν είχε πάψει, πλέον, να είναι εκλεκτός των ανακτόρων και καθώς είχαν ήδη είχαν προηγηθεί οι διαβόητες εκλογές της βίας και νοθείας, ενώ επτά μήνες αργότερα προέκυψε και η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, τότε φέρεται να διατύπωσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής την απορία: «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο»;
Ο από τους οπαδούς του και Εθνάρχης αποκαλούμενος, μόνο αφελής δεν ήταν, ήξερε πολύ καλά τις απαντήσεις, για αυτό και έντεκα χρόνια μετά την πρώτη του εκλογική ήττα την οικειοθελή απομάκρυνση από τα πολιτικά δρώμενα, δεν είναι τυχαίο ότι δεν κάθισε ούτε λεπτό στα έδρανα της αντιπολίτευσης, κλήθηκε να συμμαζέψει το χάος που άφηναν πίσω τους οι πραξικοπηματίες.

Οι πρωταγωνιστές της δεκαετίας του ’60 όμως, αλλά και οι μνηστήρες της εξουσίας της μεταπολίτευσης δεν είναι παρόντες πια. Πολλοί θα είχαν σκεφτεί ότι δεν θα μας έλειπαν. Η πραγματικότητα, σε μεγάλο βαθμό τους διαψεύδει, γεγονός που ασφαλώς ερμηνεύεται ως σημάδι παρακμής, αλλά όπως και να έχει, το ρητορικού τύπου αυτό ερώτημα, παραμένει επίκαιρο και οι υπήκοοι του τόπου επίσης παραμένουν «πάντα γελαστοί και γελασμένοι», όπως γράφτηκε και τραγουδήθηκε, τόσο ελληνικά, από καλλιτέχνες σπουδαίους.
|
Read more...
|
Τέσσερα χρόνια μετά το ντεμπούτο του στο Τατόι, ο Γιώργος Μοσχούς κατακτά την πρώτη του νίκη σε πρωταθληματικό αγώνα ταχύτητας. Πάλι εκεί, στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Δεκέλειας. Ήταν μια μέρα σαν τη σημερινή, πριν 53 χρόνια. Στις 2 Αυγούστου του 1970.

Όσοι βρίσκονταν μέσα στο σπορ, έβλεπαν ξεκάθαρα ότι είχε το χάρισμα. Μια σειρά από εικόνες, κάποιες από αυτές αδημοσίευτες, μας βοηθούν να προσεγγίσουμε τα βήματα του στο χώρο, μέχρι εκείνη την μέρα.
|
Read more...
|
Πρέπει να είναι πάνω από καμιά τριανταριά χρόνια τώρα, που τουλάχιστον είκοσι φορές ανά έτος περνούσα από εκεί. Πιο μακρύς δρόμος για τον προορισμό μου, πιο αργή διαδρομή αλλά συνήθιζα να θυσιάζω ταχύτητα και ευκολία, στο βωμό της μοναχικής πορείας και των αναπνοών από κωνοφόρα.

Διακριτά ενίοτε, πέρα από στην στενή, φαγωμένη από τις βροχές άσφαλτο λίγα διάσπαρτα σκουπίδια αποτέλεσμα ενεργειών μερικών κακόμοιρων συμπολιτών, από κοντά και κάποια μπάζα από φουκαράδες που προσπαθούσαν να βγάλουν ένα πιο γρήγορο μεροκάματο, αλλά ακόμα κι έτσι, αυτά τα οκτώ - εννιά χιλιομετράκια μακριά από τη παλαβομάρα των άλλων οδών είχαν μια καλοσύνη, ημέρευαν το είναι μου.
|
Read more...
|
Βρέθηκαν τυχαία στα χέρια μου, χωρίς να το προκαλέσω ή να το ζητήσω, πριν από περίπου τριάντα χρόνια. Τις κόμισε άνθρωπος που πίστευε ότι θα έβρισκαν ασφαλές καταφύγιο και ενδεχομένως την τύχη που τους άξιζε. Το πρώτο αποδείχτηκε. Το δεύτερο επίσης. Ήταν μια σειρά από διαφάνειες που χρονολογικά ξεκινούσαν από τα τέλη της δεκαετίας του ‘50 και έφθαναν στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Πολύ τακτικά αρχειοθετημένες, μέσα σε μεταλλικές κασετίνες, με το ονοματεπώνυμο του καλλιτέχνη στη χειρολαβή, χτυπημένο σε γραφομηχανή.
Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν, μέχρι να έρθουν στην κατοχή μου, τις είχαν πλήξει οι υγρασίες του χώρου που ήταν αποθηκευμένες. Οι μεταλλικές κασετίνες είχαν σκουριάσει, αλλοιώνοντας τμήμα του περιεχομένου. Κάποιες διαφάνειες μπορούσαν να επανέλθουν, άλλες όχι. H θεματολογία τους ξεκινούσε από το θέρος του ’59 με το «φεστιβάλ ταχύτητας» όπως περιγραφόταν τότε, στη Ρόδο. Είναι απορίας άξιο πως ένα παιδί 14 χρονών βρέθηκε εκεί με καλό φωτογραφικό εξοπλισμό, φορτωμένο με έγχρωμο, θετικό φιλμ κάτι εξαιρετικά σπάνιο και ακριβό για την εποχή. Παρών τόσο στη Φιλέρημο για την ανάβαση, όσο και στον αγώνα ταχύτητας μέσα στην πόλη φωτογραφίζοντας τα δρώμενα.
|
Read more...
|
«Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947, και το τελευταίο μου το φθινόπωρο του 1966». Αυτή είναι η πρώτη αράδα από το βιβλίο «Το Ελληνικό καλοκαίρι» ή «L’ Ete Grec» στην μητρική γλώσσα του Jacques Lacarriere, συνεπή μελετητή της Ελλάδας και μάλλον περισσότερο Έλληνα παρά φιλέλληνα. Από ένα κείμενο, ποταμό λεπτής ευαισθησίας, διεισδυτικής παρατηρητικότητας και εκλεπτυσμένου λόγου, που γεννήθηκε σε μια εποχή από την οποία προβάλλονται ολίγιστα και δυσδιάκριτα σημάδια στην τρέχουσα περίοδο, λίγες παράγραφοι μας οδηγούν σε πολύ ασφαλή και στέρεα συμπεράσματα για το τουριστικό μοντέλο που ακολουθήθηκε.

Αν αυτό ακούγεται ως κριτικός λόγος, ενώ δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από την πραγματικότητα που ολοένα και πιο πολλοί αντιλαμβάνονται, θα πρέπει ταυτόχρονα να συνειδητοποιήσουμε ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσε να ακολουθηθεί ένα άλλο μοτίβο. Βαδίσαμε πάνω στο σύνηθες. Του πιο προσοδοφόρου, πιο γρήγορου, πιο εύκολου.
|
Read more...
|
|
|